παρακατοικίζω — Α 1. εγκαθιστώ κάποιον κοντά σε κάποιον άλλο 2. μέσ. παρακατοικίζομαι εγκαθιστώ κάποιον κοντά μου («ἤν γὰρ παρακατοικισώμεθα τοὺς εἵλωτας», Ισοκρ.) 3. παθ. είμαι εγκατεστημένος, τοποθετημένος («[τὴν Κόρινθον] παρακατῳκίσθαι πάσαις [ταῑς… … Dictionary of Greek
παρακατοικίζουσιν — παρακατοικίζω make to dwell pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παρακατοικίζω make to dwell pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) παρακατοικίζω make to dwell pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακατοικισθέντος — παρακατοικίζω make to dwell aor part pass masc/neut gen sg παρακατοικίζω make to dwell aor part pass masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακατοικισώμεθα — παρακατοικίζω make to dwell aor subj mid 1st pl παρακατοικίζω make to dwell aor subj mid 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακατοικίζων — παρακατοικίζω make to dwell pres part act masc nom sg παρακατοικίζω make to dwell pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακατῳκισμένους — παρακατοικίζω make to dwell perf part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακατῳκίσθαι — παρακατοικίζω make to dwell perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακατοικώ — έω, Α κατοικώ κοντά σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρακατοικίζω, κατά τα συνηρημένα σε έω] … Dictionary of Greek